- τραχήλων
- τράχηλοςwell-rearedmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένθεμα — το (AM ἔνθεμα) [εντίθημι] 1. το αποτέλεσμα τού ενθέτω 2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι νεοελλ. κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή τό επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη αρχ. 1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα 2. στολίδι, κόσμημα… … Dictionary of Greek